- ναυαγοσώστης
- ο1. αυτός που σώζει ή έχει ως έργο του να σώζει ναυαγούς ή ναυαγισμένα πλοία2. (στις οργανωμένες πλαζ) ειδικός υπάλληλος επιφορτισμένος να παρακολουθεί τους λουομένους και να επεμβαίνει στην περίπτωση που κάποιος κινδυνεύει να πνιγεί σώζοντας τον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ναυαγός + -σώστης (< σώζω), πρβλ. κοσμο-σώστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.